Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακριβαίνω
ρήμα μεταβατικό rincarare; alzare il prezzo ακρίβυναν το ψωμί==hanno rincarato il pane ακριβαίνω ρήμα αμετάβατο rincarare; divenire più caro τα τσιγάρα θα ακριβύνουν κι άλλο==le sigarette rincareranno ancora permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |