Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάκρη
ουσιαστικό θηλυκό 1 estremità ~f~; capo ~m~; coda ~f~ δένω τις δύο άκρες ενός σκοινιού==legare i due capi di una corda 2 parte ~f~ estre`ma; ma`rgine ~f~; estremità ~m~; bordo ~m~ κάνε στην άκρη να περάσω!==fatti da parte!; spostati! | κάθομαι σε μιαν άκρη==starsene da una parte | περπατούσαν ακρη-ακρη στο πεζοδρόμιο==camminavano sul bordo del marciapiede 3 lembo ~m~; cantu`ccio ~m~ μια άκρη γης==un lembo di terra | μια άκρη ψωμί==un cantuccio di pane permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμέσες άκρες = grosso modo || στην άκρη = in cima a || βάζω στην άκρη = mettere da parte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |