Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακρίβεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 ορθότητα esatte`zza~f~; precisio`ne ~f~; puntualità ~f~; accurate`zza ~f~ ζυγαριά ακριβείας==bilancia di precisione | χρονόμετρο ακριβείας==cronometro di precisione | ακρίβεια δευτερολέπτου==precisione al secondo | ακρίβεια υπολογισμού==precisione di calcolo | είναι γνωστός για την ακρίβειά του στα ραντεβού==è noto per la sua puntualità agli appuntamenti 2 τιμής co`sto ~m~ eleva`to; alto costo ~m~ η ακρίβεια της ζωής==l'alto costo della vita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |