Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακριβοπληρώνομαι
ρήμα παθητικό

variante di [ακριβοπληρώνω]

ακριβοπληρώνω  
ρήμα μεταβατικό

paga`re caro ((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακριβοπληρωμένος ακριβοπουλημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---