Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άκουσμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il senti`re
2 suo`no ~m~ στο άκουσμα αυτών των λόγων…==a quelle parole… | στο άκουσμα του κουδουνιού οι μαθητές ξεχύθηκαν από τις τάξεις==al suono del campanello gli allievi si lanciarono fuori dalle classi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακούσιος ακουσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---