Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακουμπάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ακουμπώ] ακουμπίζω ρήμα μεταβατικό variante di [ακουμπώ] ακουμπώ ρήμα μεταβατικό 1 appoggia`re; posa`re; poggia`re; me`ttere ακουμπώ την τσάντα στο τραπέζι==posare la borsa sul tavolo 2 tocca`re τινάχτηκε μόλις τον ακούμπησα==appena la toccai, sussultò 3 ((popolare)) di soldi deposita`re; versa`re ακουμπώ ρήμα αμετάβατο στηρίζομαι appoggia`rsi; addossa`rsi; sostene`rsi ακούμπησε σ' ένα δέντρο για να μην πέσει==si appoggiò a un albero per non cadere κουμπώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ακουμπώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |