Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακουμπημένος
επίθετο 1 variante di [ακουμπισμένος] 2 participio passato del verbo [ακουμπάω] 3 tocca`to ακουμπισμένος επίθετο participio passato del verbo [ακουμπάω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |