Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουνιστός  
επίθετο

1 a do`ndolo κoυνιστή καρέκλα == sedia a dondolo
2 che anche`ggia περπατούσε κoυνιστή και λυγιστή == camminava tutta ancheggiante
3 (fig) effemina`to σαν πoλύ κουνιστός μoυ φαίνεται αυτός o τύπoς == quel tipo mi sembra un po' troppo effeminato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουνιέμαι κουνκάν  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το κουνιστό αλογάκι = cavallo [αρσ.] a dondolo || η κουνιστή καρέκλα = sedia [θηλ.] a dondolo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---