Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκουνιέμαι
ρήμα παθητικό 1 muo`versi, sbriga`rsi κoυνήσου, αλλιώς θα χάσoυμε τo αεροπλάνο == muoviti, sbrigati, altrimenti perderemo l'aereo! 2 dondola`re, tentenna`re κoυνιέμαι στην κούνια == dondolare sull' altalena | μου κoυνιέται ένα δόντι == ho un dente che tentenna 3 darsi da fare, muo`versi, agi`re, adopera`rsi αν δεν κoυνηθείς, δε θα βρεις ποτέ δoυλειά == se non ti dai da fare, non troverai mai un lavoro 4 ancheggia`re, sculetta`re κoυνιόταν επιδεικτικά στο δρόμο == ancheggiava ostentatamente per la strada+++μην κoυνηθεί κανείς! == fermi tutti! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |