GrecoItaliano


κοντέσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κόντες]

κόντε
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόντες]

κόντης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόντες]

κούντε
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόντες]

κούντης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [κόντες]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KONTES100}}
---CACHE---