Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοντο–
πρόθεμα

primo elemento di parole composte col significato di [corto], [breve] oppure [vicino], [breve]

κοντόν
επίρρημα

variante di [κοντό]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοντίτος κοντόβραδο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---