Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκονδός
επίθετο variante di [κοντός] κοντός επίθετο 1 corto κοντή φούστα == gonna corta 2 di persona basso κον§τό§τε§ρος επίθετο comparativo di [κοντός] κο§ντύ§τε§ρος επίθετο comparativo di [κοντός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |