Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοντόφθαλμος  
επίθετο

che ha la vista corta, mi`ope κoντόφθαλμη πoλιτική == politica miope

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοντοφάρδουλος κοντοφτάνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---