Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοντραρίζομαι
ρήμα παθητικό

variante di [κοντράρομαι]

κοντραρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [κοντράρω]

κοντράρω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

contra`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόντρα πλακέ κοντράρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---