Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κοντραστιάζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κοντραστιάζω
ρήμα

variante di [κοντρεστιάζω]

κουντρεστιάζω
ρήμα

variante di [κοντρεστιάζω]

permalink
‹ κοντράστ
κοντρεστάρω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κοντραρίζομαι [ρ. παθ.]
κοντραρίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κοντράρισμα [ουσ ουδ.]
κοντράρω {κόντραρα ...
κοντράστ [ουσ ουδ.]
κοντραστιάζω [ρ.]
κοντρεστάρω [ρ.αμτβ.]
κοντρολαρισμένος [επίθ.]
κοντρολάρω {κοντρόλαρ...
κοντσέρτο [ουσ ουδ.]
κοντυλένιος [επίθ.]
κοντύλι {κοντυλ-ιο...
κοντυλογραμμένος [επίθ.]
κοντυλοφόρος [ουσ αρσ ]
κο§ντύ§τε§ρος [επίθ.]
κοντύτερος [επίθ.]
κονφέτο [ουσ ουδ.]
κοπάδι {κοπαδ-ιού...
κοπαδιαστά [επίρ.]
κοπάζω {κόπασα} (...


{{ID:KONTRESTIAZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti