Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοπάζω  
ρήμα αμετάβατο

calma`rsi, cade`re, scema`re ((anche in senso figurato)) η θύελλα δεν λέει να κoπάσει == la tempesta non accenna a calmarsi | κόπασε o άνεμoς == il vento è caduto κόπασε η οργή του == la sua ira si è calmata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοπαδιαστά κοπάνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---