Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκόπανος
ουσιαστικό αρσενικό 1 me`stola ~f~ (della lavandaia) 2 peste`llo ~m~ 3 mazzapi`cchio ~m~, mazzera`nga ~f~, pillo ~m~ 4 (fig) testa ~f~ di legno, zucco`ne ~m~, soma`ro ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |