Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπιάζω
ρήμα αμετάβατο fatica`re, affatica`rsi κοπίασε πολύ πρoτoύ καταξιωθεί == si è affaticato, ha faticato molto prima di affermarsi | κοπίασε για να βρει τη λύση == ha faticato per trovare la soluzione+++κόπιασε (να φάμε)! == vuoi favorire? | κόπίασε (μέσα)! == accomodati!, entra pure! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |