Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπή
ουσιαστικό θηλυκό 1 ta`glio ~m~ κοπή δέντρων == taglio di alberi 2 coniatu`ra ~f~, coniazio`ne ~m~, co`nio ~m~ νομίσματα νέας κοπής == monete nuove di conio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |