Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπέλα
ουσιαστικό θηλυκό 1 raga`zza ~f~ μια χαριτωμένη κοπέλα == una graziosa ragazza | τα φτιάχνω με μια κοπέλα == mettersi insieme con una ragazza, farsi la ragazza | κοπέλα της παντρειάς == ragazza da marito 2 donna ~f~ nu`bile, raga`zza ~f~ έχει αυτό το φουστάνι από κοπέλα == quel vestito ce l'ha da quando era ragazza κοπέλλα ουσιαστικό θηλυκό variante di [κοπέλλα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |