Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπανώ
ρήμα μεταβατικό 1 ba`ttere, sba`ttere (i panni) 2 pesta`re κοπανώ σκόρδο στο γουδί == pestare l'aglio nel mortaio 3 (fig) ba`ttere, sba`ttere κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι == ha battuto il pugno sul tavolo 4 (fig) ripe`tere sempre le stesse cose μήνες του κοπανάει να πιάσει δουλειά == sono mesi che gli ripete di trovare un lavoro | κοπανάει τα ίδια και τα ίδια == ripete sempre la stessa antifona 5 (fig) rinfaccia`re μια φορά έκανα λάθος, κι αυτός μου το κοπανάει συνεχώς == ho sbagliato solo una volta, e me lo rinfaccia continuamente | τα κoπανάω == bere molto, sbronzarsi την κοπανάω == battersela, tagliare la corda permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |