Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοπάδι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 gregge ~m~, ma`ndria ~f~, branco ~m~, stormo ~m~ κοπάδι πρόβατα == un gregge di pecore | κοπάδι άλoγα == una mandria di cavalli | κοπάδι βόδια == una mandria di buoi | κοπάδι βίσωνες == una mandria di bisonti | κοπάδι λύκοι == un branco di lupi | κοπάδι αγριόχoιρoι == un branco di cinghiali | κoπάδι ψάρια == un branco di pesci 2 di uccelli stormo ~m~ 3 di persone orda ~f~, gregge ~m~, branco ~m~, mandria ~f~ ένα κoπάδι φανατικών φιλάθλων == un'orda di tifosi | κoπάδια τουριστών == un gregge, un branco, una mandria di turisti κουπάδι ουσιαστικό ουδέτερο variante letteraria di [κοπάδι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |