Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοπανατζής  
ουσιαστικό αρσενικό

chi d'abitudine marina la scuola o si assenta dal lavoro senza permesso

κοπανατζού
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κοπανατζής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοπάνα κοπανάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---