Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκονδυλοφόρος
ουσιαστικό αρσενικό penna ~f~ d'oca, asticcio`la ~f~ per il penni`no, portape`nne ~m~ κοντυλοφόρος ουσιαστικό αρσενικό variante di [κονδυλοφόρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |