Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονδύλιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

fondo ~m~, stanziame`nto ~m~ μείωσαν τα κονδύλια των ανασκαφών == hanno diminuito i fondi per gli scavi archeologici | απoδείχθηκαν ανεπαρκή τα κονδύλια για την κατασκευή του μετρό == lo stanziamento per la costruzione della metropolitana è risultato insufficiente | μυστικά κoνδύλια == fondi segreti, fondi neri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονδύλιν κονδυλοεδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---