Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονικλοτροφείο  
ουσιαστικό ουδέτερο

allevame`nto ~m~ di coni`gli, fattori`a ~f~ in cui si alle`vano coni`gli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κόνικλος κονικλοτροφία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---