Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κονιορτός  
ουσιαστικό αρσενικό

((letterario)) polveri`o ~m~, polvero`ne ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κονιορτοποιώ κονισαλέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---