Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοντοστέκω
ρήμα αμετάβατο 1 sofferma`rsi, ferma`rsi un a`ttimo, arresta`rsi κοντοστάθηκε λίγo και κοίταξε γύρω του == si soffermò un attimo e si guardò attorno 2 (fig) esita`re, tituba`re κοντοστάθηκε μια στιγμή πριν πάρει την απόφαση == esitò un istante prima di decidere κοντοστένομαι ρήμα παθητικό lo stesso significato e uso di [κοντοστέκω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |