Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκοντοστούπα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κοντοστούπης] κοντοστούπης επίθετο ((popolare)) tappo, nanero`ttolo, basso`tto, piccolo`tto, alto quanto un soldo di ca`cio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |