Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κοντεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 avvicina`rsi, approssima`rsi κοντεύουμε στους Δελφoύς == ci avviciniamo a Delfi | κοντεύει τα τριάντα == va verso i trent'anni | κοντεύoυν μεσάνυχτα == è quasi mezzanotte | κοντεύω (να τελειώσω) == stare per finire
2 e`ssere sul punto di, rischia`re di κόντεψαν να χωρίσουν == erano sul punto di divorziare | κόντεψα να σκοτωθώ == ho rischiato di ammazzarmi, per poco non mi ammazzavo | κόντεψα να την πατήσω == quasi ci cascavo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κοντετσιονάρω κόντης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---