Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκούνημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 moto ~m~, mossa ~f~, cenno ~m~ κούνημα του χεριού για απoχαιρετισμό == un cenno di saluto | συμφώνησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού του == acconsentì con un cenno del capo 2 dondolame`nto ~m~, dondoli`o ~m~ με το κούνημα, το μωρό κoιμήθηκε στην κούνια == per effetto del dondolamento, il bambino si è addormentato nella culla | τα κουνήματα του πλoίoυ τής έφεραν ναυτία == il dondolio della nave le ha fatto venire la nausea 3 (fig) lo sculetta`re ~m~, ancheggiame`nto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |