Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
κουνέλι
ουσιαστικό ουδέτερο
zoologia
coni`glio ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< κουνέλα
κουνελότοπος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
κουνάμενος
[επίθ.]
κουνάω
(κούν-ησα,...
κουνδαννάρω
[ρ.]
κουνδιτσιούν
[θηλ.ουσ]
κουνέλα
{χωρ. γεν....
κουνέλι
{κουνελ-ιο...
κουνελότοπος
[ουσ αρσ ]
κουνενές
{κουνενέδε...
κουνηθείτε!
[επιφ.]
κούνημα
{κουνήμ-ατ...
κουνημένος
[επίθ.]
κουνήσου!
[επιφ.]
κούνια
{χωρ. γεν....
κουνιάδα
[θηλ.ουσ]
κουνιάδος
[ουσ αρσ ]
κουνιέμαι
[ρ. παθ.]
κουνιστός
[επίθ.]
κουνκάν
[ουσ ουδ.]
κουνούπι
{κουνουπ-ι...
κουνουπίδι
{κουνουπιδ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis