Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λογοτεχνία {λογοτεχνι... λοιμογόνος [επίθ.]
λογοτέχνιδα [θηλ.ουσ] λοιμοκαθαρτήριο {λοιμοκαθα...
λογοτεχνικός [επίθ.] λοιμός [ουσ αρσ ]
λογοτέχνισσα {λογοτεχνώ... λοιμώδης {λοιμώδ-ου...
λογοτριβώ [ρ.] λοίμωξη {-ης κ. -ώ...
λογότυπο [ουσ ουδ.] λοιπόν [σύνδ.]
λογότυπος {λογοτύπ-ο... λοιπόν [επιφ.]
λογού {λογούδες} λοιπός [επίθ.]
λογοφέρνω αόρ. λογόφ... λοίσθιος [επίθ.]
λογύδριο {λογυδρί-ο... λοϊσμός [ουσ αρσ ]
λογχαγός [ουσ αρσ ] λοκάντα {χωρ. γεν....
λόγχη {λογχών} λοκαντιέρης {δύσχρ. λο...
λογχισμένος [επίθ.] λοκ–άουτ [ουσ ουδ.]
λογχοειδής {λογχοειδ-... λοκομοτρίς [θηλ.ουσ]
λόγχος [ουσ αρσ ] λοκτοπατώ [ρ.]
λογχωτός [επίθ.] λόλιο [ουσ ουδ.]
λόγω [πρόθ.] Λομβαρδία [θηλ.ουσ]
λοετρόν [ουσ ουδ.] Λομβαρδός [ουσ αρσ ]
λοή [θηλ.ουσ] λόμπι [ουσ ουδ.]
λοϊάζω [ρ. μτβ.] λόμπυ [ουσ ουδ.]
λοιβή [επιφ.] Λονδίνο [ουσ ουδ.]
λοιδορία [θηλ.ουσ] Λονδρέζα [θηλ.ουσ]
λοιδορώ {λοιδορείς... λονδρέζικος [επίθ.]
λοϊκός [επίθ.] Λονδρέζος [ουσ αρσ ]
λοιμικός [επίθ.] λοντάρι [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: