Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογοτέχνης  
ουσιαστικό αρσενικό

lettera`to ~m~, uo`mo ~m~ di le`ttere, auto`re ~m~ di o`pera lettera`ria

λογοτέχνιδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λογοτέχνης]

λογοτέχνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λογοτέχνης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λόγος λογοτεχνία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---