Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλόγχη
ουσιαστικό θηλυκό 1 punta ~f~ di ferro di una la`ncia 2 militare baione`tta ~f~ εφ' όπλoυ λόγχη! == baionetta in canna! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |