Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλογής
ουσιαστικό θηλυκό genitivo di [λογή] usato nelle locuzioni λογής λογής == di ogni genere, tipo, specie, sorta && τι λογής…; == che tipo, che razza di …? && κάθε λογής == di ogni genere, tipo, specie, sorta λοή ουσιαστικό θηλυκό variante di [λογή] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |