Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογική  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lo`gica ~f~, modo ~m~ di ragiona`re δεν μπορώ να καταλάβω τη λογική σου == non riesco a capire la logica del tuo discorso; non capisco il tuo modo di ragionare
2 filosofia lo`gica ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογικεύομαι λογικισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---