Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λόγιος  
επίθετο

dotto, colto, erudi`to λόγια γλώσσα == lingua dotta && λόγια έκφραση == espressione dotta

λόγιος
ουσιαστικό αρσενικό

lettera`to ~m~, uo`mo ~m~ di le`ttere

λογιότατος
επίθετο

superlativo di [λόγιος]

λογιότερος
επίθετο

comparativo di [λόγιος]

λογιώτατος
επίθετο

superlativo di [λόγιος]

λογιώτερος
επίθετο

comparativo di [λόγιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογικώτερος λογιοσύνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---