Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλογιστής
ουσιαστικό αρσενικό conta`bile ~mf~, ragionie`re ~m~ βοηθός λογιστού == aiuto contabile λογίστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [λογιστής] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |