Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογοδοτώ  
ρήμα αμετάβατο

giustifica`rsi; dare, re`ndere conto οι υπαίτιοι θα λογοδοτήσούν στη δικαιoσύνη == i responsabili dovranno rendere conto alla giustizia del proprio operato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογοδοσμένος λογοθεραπεύτρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---