Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογοκριμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λογοκρίνω]
2 castiga`to
3 castra`to
4 purga`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογοκοπώ λογοκρίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---