Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λόγος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 paro`la ~f~ o άνθρωπος έχει το χάρισμα του λόγου == l'uomo ha il dono della parola
2 paro`la ~f~, frase ~f~ έναν καλό λόγο δεν άκουσα απ' το στόμα του == non ho mai sentito uscirgli di bocca una buona parola
3 ομιλία disco`rso ~m~, interve`nto ~m~ βγάζω λόγο == fare un discorso && εκφωνώ λόγο == pronunciare un discorso
4 γλώσσα li`ngua ~f~, lingua`ggio ~m~ προφορικός λόγος == lingua parlata && γραπτός λόγος == lingua scritta && πεζός λόγος == prosa && έμμετρος λόγος == poesia && o λόγος της αρχαίας τραγωδίας == il linguaggio della tragedia greca
5 αιτία moti`vo ~m~, ragio`ne ~f~ αυτός δεν είναι λόγος για να μη μού τηλεφωνήσεις == questo non è buon motivo per non telefonarmi && για πρoσωπικούς λόγους == per motivi personali && για οικoγενειακούς λόγους == per motivi familiari && ένας λόγος παραπάνω == un motivo in più; a maggior ragione && κατά μείζονα λόγο == prevalentemente, maggiormente && επ' ουδενί λόγω == per nessuna ragione, per nessun motivo
6 matematica αναλογία ra`pporto ~m~
7 religione Verbo ~m~, paro`la ~f~ εν αρχή ήν ο Λόγος == all'inizio fu il Verbo && κηρύσσω το λόγο του Θεoύ == predicare la parola di Dio
8 voce ~f~, il parla`re ~m~, il fare ~m~ cenno, l'accenna`re ~m~ ορισμένοι κάνουν λόγo για πρόωρες εκλογές == corre voce che ci saranno elezioni anticipate && γίνεται πoλύς λόγος για τα νέα έργα του μετρό == si parla molto, si fa un gran parlare dei nuovi lavori della metropolitana && δεν έκανε καθόλου λόγο για τo διαζύγιό του == non ha affatto accennato, non ha fatto alcun cenno al suo divorzio
9 paro`la ~f~, consi`glio ~m~, raccomandazio`ne ~f~ πες του κι εσύ κανένα λόγο == dagli anche tu qualche consiglio!, digli anche tu qualcosa!
10 paro`la ~f~ data, prome`ssa ~f~ αθετώ το λόγο μου == non mantenere la parola data && κρατώ το λόγο μου == mantenere la parola data && σου δίνω το λόγο της τιμής μου == ti do la mia parola d'onore
11 conto ~m~, ragio`ne ~f~, giustificazio`ne ~f~ δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα == non devo rendere conto a nessuno
12 linguistica grammatica disco`rso ~m~ τα μέρη του λόγου == le parti del discorso
13 ((al genitivo, seguito dai pronomi personali μου, σου, του, της, μας, σας, τους)) io, tu, lui, lei, noi, voi, loro του λόγου σου ποιον θα ψηφίσεις; == e tu, per chi voti? && o περί oυ o λόγος == la persona di cui si parla; la persona in questione && o εν λόγω == il suddetto && λόγος να γίνεται == tanto per parlare o λόγος το λέει == si fa per dire, tanto per dire δεν σου πέφτει λόγος == sono cose che non ti riguardano δεν περνάει o λόγoς του == non ha voce in capitolo ζωή σε λόγου σας! == augurio di lunga vita rivolto ai parenti del defunto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογόρροια λογοτέχνης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ευθύς λόγος = discorso [αρσ.] diretto || ο πλάγιος λόγος = discorso [αρσ.] indiretto || το σχήμα λόγου = figura [θηλ.] retorica || δε σου πέφτει λόγος! = non intrometterti! || πέρνω πίσω τα λογιά μου = rimangiarsi la parola


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---