Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογοκλόπος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 plagia`rio ~m~
2 saccheggiato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογοκλοπία λογοκοπία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---