Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλογισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 matematica ca`lcolo ~m~ ολοκληρωτικός λογισμός == calcolo integrale && απειροστικός λογισμός == calcolo infinitesimale && διαφορικός λογισμός == calcolo differenziale 2 mente ~f~, pensie`ro ~m~ πού τρέχει o λογισμός σου; == dove corri col pensiero? 3 riflessio`ne ~f~, pensie`ro ~m~ λοϊσμός ουσιαστικό αρσενικό variante di [λογισμός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |