Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 facoltà ~f~ di pensa`re, ragio`ne ~f~, razioci`nio ~m~, buo`n senso ~m~
2 ((specialmente al plurale)) ragio`ne ~f~ έχασε τα λογικά του == ha perso la ragione, è impazzito && έλα στα λογικά σου! == ragiona!, rientra in te!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογικιστής λογικοκρατία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---