Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογικεύομαι
ρήμα παθητικό

1 ragiona`re λογικέψου επιτέλους! == cerca di ragionare una volta tanto!
2 diventa`re ragione`vole, me`ttere giudi`zio, me`ttere la testa a posto αν δε λογικευτεί, θα 'χει κακό τέλος == se non mette la testa a posto, finirà male

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογικευμένος λογική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---