Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογαριασμοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

1 contabilità ~f~
2 conti ~mp~

λογαριασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 conto ~m~, ca`lcolo ~m~ o λογαριασμός είναι σωστός == il conto è giusto && δεν είναι καλός στούς λογαριασμούς == non è bravo a fare i calcoli
2 νερού, τηλεφώνου, κτλ conto ~m~, bolle`tta ~f~ o λογαριασμός του ηλεκτρικού == la bolletta della luce && o λoγαριασμός του ξενοδοχείού == il conto dell'albergo
3 banca conto ~m~ τρεχούμενoς λογαριασμός == conto corrente
4 ((figurato)) conto ~m~ έχω παλιούς (ανοιχτούς) λογαριασμούς μαζί του == ho dei conti in sospeso con lui && έχω παλιούς (ανοιχτούς) λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη == ho dei conti in sospeso con la giustizia

λογαρισμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [λογαριασμός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογαριασμένος λογαριθμικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δικός μου λογαριασμός! = fatti miei [αρσ. πλυθ.] || για λογαριασμός κάπιου = per conto di qualcuno || (riguardo) στον λογαριασμό κάποιου = sul conto di qualcuno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---