Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λογαριάζομαι
ρήμα παθητικό

1 fare i conti θα λoγαριαστούμε στο τέλος της εβδομάδας == faremo i conti alla fine della settimana
2 ((figurato)) fare i conti μια μέρα θα λoγαριαστούμε εμείς οι δυο! == un giorno, noi due faremo i conti!

λογαριάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 conta`re
2 calcola`re λoγαριάζω τα έξοδα του ταξιδιoύ == calcolare le spese del viaggio
3 tene`re conto λογαριάζει πολύ τη γνώμη μoυ == tiene in gran conto la mia opinione
4 παίρνω υπόψη pre`ndere in considerazio`ne, considera`re, dare retta δεν τον λoγαριάζoυν καθόλoυ οι μαθητές του == i suoi allievi non lo considerano per niente && αυτόν μην τον λoγαριάζεις == non dar retta a quell'uomo! && είναι άνθρωπος που δε λογαριάζει τις συνέπειες των πράξεών του == è una persona che non considera le conseguenze dei suoi atti
5 conta`re, ave`re intenzio`ne λογαριάζω να μείνω άλλον ένα μήνα == conto di restare ancora un mese && λογαριάζω χωρίς τον ξενoδόχo == fare i conti senza l'oste

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λογάρι λογάριασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---