Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλόμπι
ουσιαστικό ουδέτερο gruppo ~m~ di pressio`ne, lobby ~f~ λόμπυ ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λόμπι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |