Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεντάρι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λεοντάρι] λεοντάρι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λιοντάρι] λιοντάρι ουσιαστικό ουδέτερο leo`ne ((anche figurato)) λιονταρίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [λιοντάρι] λοντάρι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λιοντάρι] λοντάριν ουσιαστικό ουδέτερο variante di [λιοντάρι] λονταρίνα ουσιαστικό θηλυκό variante di [λιονταρίνα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |